Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άσπαγος
επίθετο

variante di [άσπαστος]

άσπαστος  
επίθετο

1 inderoga`bile
2 infrangi`bile
3 inta`tto

ασπαστός  
επίθετο

ammissi`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασουρέ ασπάζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---