Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασπάζομαι
ρήμα μεταβατικό 1 abbraccia`re; bacia`re ασπάστηκε με σεβασμό τη μητέρα του==baciò la madre con rispetto | ασπάζομαι μια ιερή εικόνα==baciare un' immagine sacra 2 ((figurato)) abbraccia`re; aderi`re; converti`rsi; condivi`dere ασπάστηκε το χριστιανισμό==abbracciò il cristianesimo; si convertì al cristianesimo | ασπάζομαι τη γνώμη σου==condivido la tua opinione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |