Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασπλαχνία, (raro) ασπλαχνιά, (raro) ασπλάχνια
ουσιαστικό θηλυκό 1 crudeltà ~f~ 2 incleme`nza ~f~ 3 spietate`zza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |