Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άσπρα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 gli a`biti ~mp~ bia`nchi ντυμένη στα άσπρα==vestita di bianco, in bianco
2 ((popolare)) soldi ~mp~; dena`ro ~m~; quattri`ni ~mp~

ασπρο–
ουσιαστικό ουδέτερο

[primo elemento di composti nei quali significa:] bianco

άσπρον
ουσιαστικό ουδέτερο

forma arcaica di [άσπρο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασπούδαστος ασπράδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---