Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασπούδαστος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ασπούδαχτος]

ασπούδαστος
επίθετο

variante di [ασπούδαχτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασπούδαστα άσπρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---