Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασπρίζω
ρήμα μεταβατικό 1 imbianca`re; imbianchi`re ασπρίζω ένα ύφασμα==imbiancare un tessuto 2 imbiancare; tingere di bianco ασπρίζω τους τοίχους του σπιτιού==imbiancare le pareti, i muri della casa ασπρίζω ρήμα αμετάβατο 1 diventa`re bia`nco; imbianca`re; sbianca`re 2 capelli imbianchi`re; incanuti`re άσπρισαν τα μαλλιά της==i suoi capelli si sono imbianchiti, le sono venuti i capelli bianchi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |