GrecoItaliano


ασπρόκωλας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ασπρόκωλος ^-ου, ο^]

ασπρόκολος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ασπρόκωλος ^-ου, ο^]

ασπροκώλα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ασπρόκωλος ^-ου, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ASPROKWLOS100}}
---CACHE---