Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασπροπρόσωπος
επίθετο senza ma`cchia; one`sto βγαίνω ασπροπρόσωπος==venirne fuori senza macchia; fare una bella figura | βγάζω κάποιον ασπροπρόσωπο==rendere orgoglioso qualcuno; far fare una bella figura permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |