Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Ασσύριοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

storia gli Assi`ri

Ασσύριος  
ουσιαστικό αρσενικό

assi`ro ~m~; abitante ~m~ dell'Assi`ria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασσυριακός ασσυριολογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---