Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αστάθεια  
ουσιαστικό θηλυκό

instabilità ~f~; variabilità ~f~; incosta`nza ~f~; volubilità ~f~ πολιτική αστάθεια==instabilità politica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ασσυρο-βαβυλωνιακός ασταθέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---