Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαστάθεια
ουσιαστικό θηλυκό instabilità ~f~; variabilità ~f~; incosta`nza ~f~; volubilità ~f~ πολιτική αστάθεια==instabilità politica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |