Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ασπράδι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ασπράδι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ma`cchia ~m~ bia`nca; punto ~m~ bia`nco
2 ματιού bia`nco ~m~ dell'occhio
3 αυγού albu`me ~m~; chia`ra ~f~ d'uo`vo

permalink
‹ ασπράδα
άσπρη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ασπούδαστα [επίρ.]
ασπούδαστος [ουσ αρσ ]
ασπούδαστος [επίθ.]
άσπρα [ουσ ουδ πληθ.]
ασπράδα {χωρ. πληθ...
ασπράδι {ασπραδ-ιο...
άσπρη {χωρ. πληθ...
ασπριδερός [επίθ.]
ασπρίζω ipf άσπριζ...
ασπρίζω ipf άσπριζ...
ασπρίλα [θηλ.ουσ]
άσπρισμα [ουσ ουδ.]
ασπρισμένος [επίθ.]
ασπριτζής {ασπριτζήδ...
ασπρο– [ουσ ουδ.]
ασπροδερός [επίθ.]
ασπροεντυμένος [επίθ.]
ασπροζάκι [ουσ ουδ.]
Ασπροθαλασσίτισσα {Ασπροθαλα...
ασπροκέφαλο [ουσ ουδ.]


{{ID:ASPRADI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti