Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόασκούμενος
επίθετο participio passato del verbo [ασκώ] ασκούμενος ουσιαστικό αρσενικό pratica`nte ^mf^; apprendi`sta ^mf^; tirocina`nte ^mf^ ασκούμενος δικηγόρος==praticante avvocato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |