Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ασκί
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ασκός ^-ού, το^]

ασκός  
ουσιαστικό αρσενικό

otre ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασκητισμός Ασκίδια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---