Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άσκοπος  
επίθετο

1 senza scopo άσκοπη περιπλάνηση==un vagare senza meta
2 senza senso
3 vano inu`tile άσκοπα έξοδα==spese inutili | άσκοπες προσπάθειες==tentativi vani

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άσκοπα ασκοπουγγίτσιν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---