Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άσκηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 eserci`zio ~m~; esercitazio`ne ~f~ γυμναστικές ασκήσεις==esercizi ginnici, di ginnastica
2 eserci`zio ~m~; l'esercita`re άσκηση ιατρικού επαγγέλματος==esercizio della professione di medico | άσκηση βίας==esercizio della violenza | άσκηση εξουσίας==esercizio del potere
3 scuola eserci`zio ~m~; co`mpito ~m~ μας έβαλε πολλές ασκήσεις για το σπίτι==ci ha dato molti compiti da fare a casa | δυσκολεύεται με τις ασκήσεις της γεωμετρίας==trova difficoltà con gli esercizi di geometria
4 ecclesiastico asceti`smo ~m~; asce`si ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ασκημοφέρνω ασκητεία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι ασκήσεις [f.] ρυθμικής = esercizi [αρσ. πλυθ.] a corpo libero || κάνω τις ασκήσεις = fare i compiti


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---