Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intruppàrsi (ρ. μ. αμτβ.) inuguàle (επίθ.)
intrusióne (θηλ.ουσ) inumanità (θηλ.ουσ)
intrusìvo (επίθ.) inumàno (επίθ.)
intrùso (αρσ. επίθ και ουσ) inumàre (ρ. μτβ.)
intubàre (ρ. μτβ.) inumazióne (θηλ.ουσ)
intubàto (επίθ.) inumidiménto (ουσ αρσ )
intubazióne (θηλ.ουσ) inumidìre (ρ. μτβ.)
intubettàre (ρ. μτβ.) inumidirsi (ρ.μ. (αντων.))
intuìbile (επίθ.) inurbaménto (ουσ αρσ )
intuìre (ρ. μτβ.) inurbanità (θηλ.ουσ)
intuitivaménte (επίρ.) inurbàno (επίθ.)
intuitività (θηλ.ουσ) inurbàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
intuitìvo (επίθ.) inusàto (επίθ.)
intùito (ουσ αρσ ) inusitàto (επίθ.)
intuìto (επίθ.) inùtile (επίθ.)
intuizióne (θηλ.ουσ) inutilità (θηλ.ουσ)
intuizionìsmo (ουσ αρσ ) inutilizzàbile (επίθ.)
intuizionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) inutilizzàre (ρ. μτβ.)
intumescènte (επίθ.) inutilizzàto (επίθ.)
intumescènza (θηλ.ουσ) inutilménte (επίρ.)
intumidìre (ρ.αμτβ.) invadènte (ουσ αρσ και θηλ.)
inturgidiménto (ουσ αρσ ) invadènte (επίθ.)
inturgidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) invadènza (θηλ.ουσ)
inturgidìrsi (ρ. μ. αμτβ.) invàdere (ρ. μτβ.)
inturgidìto (επίθ.) invaghiménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: