Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accappatóio (ουσ αρσ ) accastellaménto (ουσ αρσ )
accappiàre (ρ. μτβ.) accastellàre (ρ. μτβ.)
accappiatùra (θηλ.ουσ) accastellato (επίθ.)
accappiettàre (ρ. μτβ.) accastellinare (ρ. μτβ.)
accapponàre (ρ. μτβ.) accatarraménto (ουσ αρσ )
accapponàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accatarrare (ρ. μτβ.)
accappucciàre (ρ. μτβ.) accatarrato (επίθ.)
accappucciàrsi (ρ.μ. (αντων.)) accatarratura (θηλ.ουσ)
accappucciàto (επίθ.) accatastaménto (ουσ αρσ )
accaprettàre (ρ. μτβ.) accatastàre (ρ. μτβ.)
accarezzaménto (ουσ αρσ ) accattabrìghe (ουσ αρσ και θηλ.)
accarezzàre (ρ. μτβ.) accattafièno (ουσ αρσ )
accartocciaménto (ουσ αρσ ) accattaménto (ουσ αρσ )
accartocciàre (ρ. μτβ.) accattapàne (ουσ αρσ και θηλ.)
accartocciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accattàre (ρ. μτβ.)
accartocciàto (επίθ.) accattatòzzi (ουσ αρσ και θηλ.)
accartocciatùra (θηλ.ουσ) accattìno (ουσ αρσ )
accasaménto (ουσ αρσ ) accattivarsi (ρ.μ. (αντων.))
accasàre (ρ. μτβ.) accàtto (ουσ αρσ )
accasàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accattonàggio (ουσ αρσ )
accasciaménto (ουσ αρσ ) accattóne (ουσ αρσ )
accasciàre (ρ. μτβ.) accattonerìa (θηλ.ουσ)
accasciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) accavalcàre (ρ. μτβ.)
accasciàto (επίθ.) accavalciàre (ρ. μτβ.)
accasermàre, accasermàre (ρ. μτβ.) accavalcióne (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: