Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccattaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkattaˈmento] 1 επαιτεία 2 ζητιανιά 3 δανεισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |