Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accattafièno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ak,kattaˈfjɛno]

1 μηχανή με σκάφη τροφοδοσίας ζωοτροφής
2 πλαίσιο μεταφοράς σανού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accattabrighe accattamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accatarrato (επίθ.)
accatarratura (θηλ.ουσ)
accatastamento (ουσ αρσ )
accatastare (ρ. μτβ.)
accattabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
accattafieno (ουσ αρσ )
accattamento (ουσ αρσ )
accattapane (ουσ αρσ και θηλ.)
accattare (ρ. μτβ.)
accattatozzi (ουσ αρσ και θηλ.)
accattino (ουσ αρσ )
accattivarsi (ρ.μ. (αντων.))
accatto (ουσ αρσ )
accattonaggio (ουσ αρσ )
accattone (ουσ αρσ )
accattoneria (θηλ.ουσ)
accavalcare (ρ. μτβ.)
accavalciare (ρ. μτβ.)
accavalcione (επίρ.)
accavalcioni (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---