Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accattatòzzi  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ak,kattaˈtɔttsi]

1 διακονιάρης
2 επαίτης
3 ζήτουλας
4 ψωμοζήτης
5 ζητιάνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accattare accattino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accattabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
accattafieno (ουσ αρσ )
accattamento (ουσ αρσ )
accattapane (ουσ αρσ και θηλ.)
accattare (ρ. μτβ.)
accattatozzi (ουσ αρσ και θηλ.)
accattino (ουσ αρσ )
accattivarsi (ρ.μ. (αντων.))
accatto (ουσ αρσ )
accattonaggio (ουσ αρσ )
accattone (ουσ αρσ )
accattoneria (θηλ.ουσ)
accavalcare (ρ. μτβ.)
accavalciare (ρ. μτβ.)
accavalcione (επίρ.)
accavalcioni (επίρ.)
accavallamento (ουσ αρσ )
accavallare (ρ. μτβ.)
accavallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accavallato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---