Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accartocciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkartotˈʧare]

1 τυλίγω
2 τσαλακώνω
3 τσακίζω σελίδα βιβλίου
4 συσκευάζω
5 κατσαρώνω
6 κουλουριάζω
7 περιτυλίγω
8 συσσωρεύω
9 κουβαριάζω

accartocciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkartotˈʧarsi]

1 συσπειρώνομαι
2 κουβαριάζομαι
3 κουλουριάζομαι
4 σγουραίνω
5 ζαρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accartocciamento accartocciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accappucciato (επίθ.)
accaprettare (ρ. μτβ.)
accarezzamento (ουσ αρσ )
accarezzare (ρ. μτβ.)
accartocciamento (ουσ αρσ )
accartocciare (ρ. μτβ.)
accartocciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accartocciato (επίθ.)
accartocciatura (θηλ.ουσ)
accasamento (ουσ αρσ )
accasare (ρ. μτβ.)
accasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciamento (ουσ αρσ )
accasciare (ρ. μτβ.)
accasciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciato (επίθ.)
accasermare (ρ. μτβ.)
accastellamento (ουσ αρσ )
accastellare (ρ. μτβ.)
accastellato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---