Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accasaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkasaˈmento]

1 συνοικέσιο
2 προξενιό
3 γάμος
4 αποκατάσταση (με παντρειά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accartocciatura accasare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accartocciamento (ουσ αρσ )
accartocciare (ρ. μτβ.)
accartocciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accartocciato (επίθ.)
accartocciatura (θηλ.ουσ)
accasamento (ουσ αρσ )
accasare (ρ. μτβ.)
accasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciamento (ουσ αρσ )
accasciare (ρ. μτβ.)
accasciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciato (επίθ.)
accasermare (ρ. μτβ.)
accastellamento (ουσ αρσ )
accastellare (ρ. μτβ.)
accastellato (επίθ.)
accastellinare (ρ. μτβ.)
accatarramento (ουσ αρσ )
accatarrare (ρ. μτβ.)
accatarrato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---