Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccastellaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkastellaˈmento] 1 σωρός 2 στοίβα 3 ξάρτια πρύμης και πλώρης ενός πλοίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |