Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accastellaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkastellaˈmento]

1 σωρός
2 στοίβα
3 ξάρτια πρύμης και πλώρης ενός πλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accasermare accastellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accasciamento (ουσ αρσ )
accasciare (ρ. μτβ.)
accasciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciato (επίθ.)
accasermare (ρ. μτβ.)
accastellamento (ουσ αρσ )
accastellare (ρ. μτβ.)
accastellato (επίθ.)
accastellinare (ρ. μτβ.)
accatarramento (ουσ αρσ )
accatarrare (ρ. μτβ.)
accatarrato (επίθ.)
accatarratura (θηλ.ουσ)
accatastamento (ουσ αρσ )
accatastare (ρ. μτβ.)
accattabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)
accattafieno (ουσ αρσ )
accattamento (ουσ αρσ )
accattapane (ουσ αρσ και θηλ.)
accattare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---