Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accasciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkaʃˈʃare]

1 τσακίζω
2 αποθαρρύνομαι
3 εξασθενίζω
4 καταβάλλω
5 εξαντλώ

accasciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkaʃˈʃarsi]

1 απελπίζομαι
2 απογοητεύομαι
3 τσακίζομαι
4 συντρίβομαι
5 τσακίζομαι
6 εξαντλούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accasciamento accasciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accartocciatura (θηλ.ουσ)
accasamento (ουσ αρσ )
accasare (ρ. μτβ.)
accasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciamento (ουσ αρσ )
accasciare (ρ. μτβ.)
accasciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciato (επίθ.)
accasermare (ρ. μτβ.)
accastellamento (ουσ αρσ )
accastellare (ρ. μτβ.)
accastellato (επίθ.)
accastellinare (ρ. μτβ.)
accatarramento (ουσ αρσ )
accatarrare (ρ. μτβ.)
accatarrato (επίθ.)
accatarratura (θηλ.ουσ)
accatastamento (ουσ αρσ )
accatastare (ρ. μτβ.)
accattabrighe (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---