Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccappucciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [akkapputˈʧare] βάζω κουκούλα accappucciàrsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [akkapputˈʧarsi] κουκουλώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |