Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accappucciàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkapputˈʧare]

βάζω κουκούλα

accappucciàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [akkapputˈʧarsi]

κουκουλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accapponarsi accappucciato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accappiare (ρ. μτβ.)
accappiatura (θηλ.ουσ)
accappiettare (ρ. μτβ.)
accapponare (ρ. μτβ.)
accapponarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accappucciare (ρ. μτβ.)
accappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
accappucciato (επίθ.)
accaprettare (ρ. μτβ.)
accarezzamento (ουσ αρσ )
accarezzare (ρ. μτβ.)
accartocciamento (ουσ αρσ )
accartocciare (ρ. μτβ.)
accartocciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accartocciato (επίθ.)
accartocciatura (θηλ.ουσ)
accasamento (ουσ αρσ )
accasare (ρ. μτβ.)
accasarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accasciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---