Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accappiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkapˈpjare]

1 σφίγγω με θηλιά
2 κάνω θηλιά
3 δένω με κόμπο
4 φτιάχνω θηλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accappatoio accappiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accapigliamento (ουσ αρσ )
accapigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accapigliatura (θηλ.ουσ)
accapo (ουσ αρσ )
accappatoio (ουσ αρσ )
accappiare (ρ. μτβ.)
accappiatura (θηλ.ουσ)
accappiettare (ρ. μτβ.)
accapponare (ρ. μτβ.)
accapponarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accappucciare (ρ. μτβ.)
accappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
accappucciato (επίθ.)
accaprettare (ρ. μτβ.)
accarezzamento (ουσ αρσ )
accarezzare (ρ. μτβ.)
accartocciamento (ουσ αρσ )
accartocciare (ρ. μτβ.)
accartocciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accartocciato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---