ItalianoGreco


accapigliatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akkapiʎʎaˈtura]

1 φιλονικία
2 ξεμάλλιασμα
3 συμπλοκή
4 μαλλιοτράβηγμα
5 καβγάς
6 τσακωμός
7 διαπληκτισμός
8 φαγωμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---