accapigliàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkapiʎˈʎarsi]
1 έρχομαι στα χέρια
2 γίνομαι από δυο χωριά
3 διαπληκτίζομαι
4 αρπάζομαι στα χέρια
5 μαλλιοτραβιέμαι
6 καβγαδίζω
7 τσακώνομαι
8 σουρομαλλιάζομαι
9 πιάνομαι στα χέρια
10 μαλώνω
11 ξεμαλλιάζομαι
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkapiʎˈʎarsi]
1 έρχομαι στα χέρια
2 γίνομαι από δυο χωριά
3 διαπληκτίζομαι
4 αρπάζομαι στα χέρια
5 μαλλιοτραβιέμαι
6 καβγαδίζω
7 τσακώνομαι
8 σουρομαλλιάζομαι
9 πιάνομαι στα χέρια
10 μαλώνω
11 ξεμαλλιάζομαι
permalink
accapigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android