Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accaparràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkaparˈrare]

1 αγοράζω μαζικά και χωρίς όρια
2 καπαρώνω
3 αγοράζω εμπόρευμα για απόκρυψη
4 εξαγοράζω ότι υπάρχει
5 εξαγοράζω

accaparràrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [akkaparˈrarsi]

1 αγοράζω μαζικά και χωρίς όρια
2 κερδίζω
3 εξασφαλίζομαι
4 καπαρώνω
5 εξαγοράζω ότι υπάρχει
6 αγοράζω εμπόρευμα για απόκρυψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accaparramento accaparratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accantonato (επίθ.)
accapacciamento (ουσ αρσ )
accapacciare (ρ.αμτβ.)
accapacciatura (θηλ.ουσ)
accaparramento (ουσ αρσ )
accaparrare (ρ. μτβ.)
accaparrarsi (ρ.μ. (αντων.))
accaparratore (ουσ αρσ )
accapezzare (ρ. μτβ.)
accapigliamento (ουσ αρσ )
accapigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accapigliatura (θηλ.ουσ)
accapo (ουσ αρσ )
accappatoio (ουσ αρσ )
accappiare (ρ. μτβ.)
accappiatura (θηλ.ουσ)
accappiettare (ρ. μτβ.)
accapponare (ρ. μτβ.)
accapponarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accappucciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---