Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accapacciàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkapatˈʧare]

1 νυστάζω
2 έχω βαρύ κεφάλι από τη νύστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accapacciamento accapacciatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accanto (επίρ.)
accantonamento (ουσ αρσ )
accantonare (ρ. μτβ.)
accantonato (επίθ.)
accapacciamento (ουσ αρσ )
accapacciare (ρ.αμτβ.)
accapacciatura (θηλ.ουσ)
accaparramento (ουσ αρσ )
accaparrare (ρ. μτβ.)
accaparrarsi (ρ.μ. (αντων.))
accaparratore (ουσ αρσ )
accapezzare (ρ. μτβ.)
accapigliamento (ουσ αρσ )
accapigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accapigliatura (θηλ.ουσ)
accapo (ουσ αρσ )
accappatoio (ουσ αρσ )
accappiare (ρ. μτβ.)
accappiatura (θηλ.ουσ)
accappiettare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---