accaparraménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkaparraˈmento]
1 κερδοσκοπία
2 μαζική και χωρίς όριο αγορά
3 εξαγορά σε ότι βρω
4 σπεκουλάτσια
5 σπεκουλάρισμα
6 σπέκουλα
7 καπάρωμα
8 μαύρη αγορά
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [akkaparraˈmento]
1 κερδοσκοπία
2 μαζική και χωρίς όριο αγορά
3 εξαγορά σε ότι βρω
4 σπεκουλάτσια
5 σπεκουλάρισμα
6 σπέκουλα
7 καπάρωμα
8 μαύρη αγορά
permalink
accaparramento (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android