Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accànto  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [akˈkanto]

1 συστάδην
2 εγγύς
3 παρά
4 πλησίον
5 δίπλα
6 κοντά
7 σιμά

accànto  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [akˈkanto]

κοντά, πλησίον, δίπλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accannellare accantonamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accanimento (ουσ αρσ )
accanire (ρ. μτβ.)
accanirsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanito (επίθ.)
accannellare (ρ. μτβ.)
accanto (πρόθ.)
accanto (επίρ.)
accantonamento (ουσ αρσ )
accantonare (ρ. μτβ.)
accantonato (επίθ.)
accapacciamento (ουσ αρσ )
accapacciare (ρ.αμτβ.)
accapacciatura (θηλ.ουσ)
accaparramento (ουσ αρσ )
accaparrare (ρ. μτβ.)
accaparrarsi (ρ.μ. (αντων.))
accaparratore (ουσ αρσ )
accapezzare (ρ. μτβ.)
accapigliamento (ουσ αρσ )
accapigliarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---