Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accanìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkaˈnire]

1 ερεθίζω
2 εξοργίζω

accanìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkaˈnirsi]

1 επιμένω με πείσμα
2 φρενιάζω
3 μανιάζω
4 λυσσομανώ
5 λυσσάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accanimento accanito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accampamento (ουσ αρσ )
accampare (ρ. μτβ.)
accamparsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanalare (ρ. μτβ.)
accanimento (ουσ αρσ )
accanire (ρ. μτβ.)
accanirsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanito (επίθ.)
accannellare (ρ. μτβ.)
accanto (πρόθ.)
accanto (επίρ.)
accantonamento (ουσ αρσ )
accantonare (ρ. μτβ.)
accantonato (επίθ.)
accapacciamento (ουσ αρσ )
accapacciare (ρ.αμτβ.)
accapacciatura (θηλ.ουσ)
accaparramento (ουσ αρσ )
accaparrare (ρ. μτβ.)
accaparrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---