Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accampaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkampaˈmento]

1 κατασκήνωση
2 καταυλισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accalorarsi accampare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accalcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldato (επίθ.)
accalorare (ρ. μτβ.)
accalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accampamento (ουσ αρσ )
accampare (ρ. μτβ.)
accamparsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanalare (ρ. μτβ.)
accanimento (ουσ αρσ )
accanire (ρ. μτβ.)
accanirsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanito (επίθ.)
accannellare (ρ. μτβ.)
accanto (πρόθ.)
accanto (επίρ.)
accantonamento (ουσ αρσ )
accantonare (ρ. μτβ.)
accantonato (επίθ.)
accapacciamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---