Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccampaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkampaˈmento] 1 κατασκήνωση 2 καταυλισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |