Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaccaniménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [akkaniˈmento] 1 μανία 2 επιμονή 3 πείσμα 4 λύσσα 5 οργή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |