Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accaloràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkaloˈrare]

1 ζεσταίνω
2 ερεθίζω

accaloràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkaloˈrarsi]

1 ερεθίζομαι
2 ζεσταίνομαι
3 παθιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accaldato accampamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accalappiatura (θηλ.ουσ)
accalcare (ρ. μτβ.)
accalcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldato (επίθ.)
accalorare (ρ. μτβ.)
accalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accampamento (ουσ αρσ )
accampare (ρ. μτβ.)
accamparsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanalare (ρ. μτβ.)
accanimento (ουσ αρσ )
accanire (ρ. μτβ.)
accanirsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanito (επίθ.)
accannellare (ρ. μτβ.)
accanto (πρόθ.)
accanto (επίρ.)
accantonamento (ουσ αρσ )
accantonare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---