Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accalappiatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [akkalappjaˈtura]

1 εξόντωση με παγίδα
2 παγίδευμα
3 στήσιμο παγίδας
4 σύλληψη
5 παγίδευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accalappiatore accalcare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
accalappiacani (ουσ αρσ και θηλ.)
accalappiamento (ουσ αρσ )
accalappiare (ρ. μτβ.)
accalappiatore (ουσ αρσ )
accalappiatura (θηλ.ουσ)
accalcare (ρ. μτβ.)
accalcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldato (επίθ.)
accalorare (ρ. μτβ.)
accalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accampamento (ουσ αρσ )
accampare (ρ. μτβ.)
accamparsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanalare (ρ. μτβ.)
accanimento (ουσ αρσ )
accanire (ρ. μτβ.)
accanirsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---