Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accalappiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkalappjaˈmento]

1 σύλληψη
2 παγίδευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accalappiacani accalappiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accaduto (επίθ.)
accagionare (ρ. μτβ.)
accagliare (ρ. μτβ.)
accagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
accalappiacani (ουσ αρσ και θηλ.)
accalappiamento (ουσ αρσ )
accalappiare (ρ. μτβ.)
accalappiatore (ουσ αρσ )
accalappiatura (θηλ.ουσ)
accalcare (ρ. μτβ.)
accalcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldato (επίθ.)
accalorare (ρ. μτβ.)
accalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accampamento (ουσ αρσ )
accampare (ρ. μτβ.)
accamparsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanalare (ρ. μτβ.)
accanimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---