Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accalappiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akkalappjaˈtore]

αυτός που παγιδεύει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accalappiare accalappiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accagliare (ρ. μτβ.)
accagliarsi (ρ.μ. (αντων.))
accalappiacani (ουσ αρσ και θηλ.)
accalappiamento (ουσ αρσ )
accalappiare (ρ. μτβ.)
accalappiatore (ουσ αρσ )
accalappiatura (θηλ.ουσ)
accalcare (ρ. μτβ.)
accalcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accaldato (επίθ.)
accalorare (ρ. μτβ.)
accalorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
accampamento (ουσ αρσ )
accampare (ρ. μτβ.)
accamparsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanalare (ρ. μτβ.)
accanimento (ουσ αρσ )
accanire (ρ. μτβ.)
accanirsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---