accalcàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [akkalˈkare]
1 προκαλώ συνωστισμό
2 συνωθώ
3 στριμώχνω
4 συμπιέζω
accalcàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkalˈkarsi]
1 συνωθούμαι
2 στριμώχνομαι
3 συνωστίζομαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [akkalˈkare]
1 προκαλώ συνωστισμό
2 συνωθώ
3 στριμώχνω
4 συμπιέζω
accalcàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkalˈkarsi]
1 συνωθούμαι
2 στριμώχνομαι
3 συνωστίζομαι
permalink
accalcare (ρ. μτβ.)
accalcarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android