ItalianoGreco


accalcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkalˈkare]

1 προκαλώ συνωστισμό
2 συνωθώ
3 στριμώχνω
4 συμπιέζω

accalcàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkalˈkarsi]

1 συνωθούμαι
2 στριμώχνομαι
3 συνωστίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---