Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


accanìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [akkaˈnito]

1 λυσσασμένος
2 ισχυρογνώμονας
3 μανιώδης
4 εξοργισμένος
5 πεισματάρης
6 αμείλικτος
7 αδυσώπητος
8 επίμονος
9 πικρός
10 λυσσώδης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  accanirsi accannellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

accamparsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanalare (ρ. μτβ.)
accanimento (ουσ αρσ )
accanire (ρ. μτβ.)
accanirsi (ρ. μ. αμτβ.)
accanito (επίθ.)
accannellare (ρ. μτβ.)
accanto (πρόθ.)
accanto (επίρ.)
accantonamento (ουσ αρσ )
accantonare (ρ. μτβ.)
accantonato (επίθ.)
accapacciamento (ουσ αρσ )
accapacciare (ρ.αμτβ.)
accapacciatura (θηλ.ουσ)
accaparramento (ουσ αρσ )
accaparrare (ρ. μτβ.)
accaparrarsi (ρ.μ. (αντων.))
accaparratore (ουσ αρσ )
accapezzare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---