Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prozìa (θηλ.ουσ) prussianésimo (ουσ αρσ )
prozìo (ουσ αρσ ) prussianìsmo (ουσ αρσ )
prùa (θηλ.ουσ) prussiàno (ουσ αρσ )
prude (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) prussiàno (επίθ.)
prudènte (επίθ.) prussiàto (ουσ αρσ )
prudenteménte (επίρ.) prùssico (επίθ.)
prudènza (θηλ.ουσ) psammofìta (θηλ.ουσ)
prudenziàle (επίθ.) psammoterapìa (θηλ.ουσ)
prùdere (ρ.αμτβ.) pseudoacàcia (θηλ.ουσ)
pruderie (θηλ.ουσ) pseudointellettuàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prueggiàre (ρ.αμτβ.) pseudoletteràto (ουσ αρσ )
pruéggio (ουσ αρσ ) pseudomembràna (θηλ.ουσ)
prùgna (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) pseudomòrfo (επίθ.)
prùgno (ουσ αρσ ) pseudomorfòsi, pseudomòrfosi (θηλ.ουσ)
prùgnola (θηλ.ουσ) pseudònimo (αρσ. επίθ και ουσ)
prugnòlo, prùgnolo (ουσ αρσ ) pseudooperazióne (θηλ.ουσ)
pruìna (θηλ.ουσ) pseudoparàlisi (θηλ.ουσ)
pruinóso (επίθ.) pseudopòdio (ουσ αρσ )
prunàio (ουσ αρσ ) pseudoprofèta (ουσ αρσ )
prunèlla (θηλ.ουσ) psi (ουσ αρσ και θηλ.)
prunéto (ουσ αρσ ) psicagogìa (θηλ.ουσ)
prùno (ουσ αρσ ) psicagògico (επίθ.)
prurìgine (θηλ.ουσ) psicanàlisi (θηλ.ουσ)
pruriginóso (επίθ.) psicanalìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
prurìto (ουσ αρσ ) psicanalìtico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: