Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

modificatìvo (επίθ.) moiétta (θηλ.ουσ)
modificatóre (ουσ αρσ ) moìna (θηλ.ουσ)
modificatóre (επίθ.) moiré (αρσ. επίθ και ουσ)
modificazióne (θηλ.ουσ) moire (θηλ.ουσ)
modigliòne (ουσ αρσ ) mòka (ουσ αρσ και θηλ.)
modìsta (ουσ αρσ και θηλ.) mòla (θηλ.ουσ)
modisterìa (θηλ.ουσ) molàle (επίθ.)
mòdo (ουσ αρσ ) molalità (θηλ.ουσ)
modulàbile (επίθ.) molàre (ουσ αρσ )
modulàre (επίθ.) molàre (επίθ.)
modulàre (ρ. μτβ.) molàre (ρ. μτβ.)
modulàrio (ουσ αρσ ) molarità (θηλ.ουσ)
modularità (θηλ.ουσ) molàssa (θηλ.ουσ)
modulatóre (αρσ. επίθ και ουσ) molàto (επίθ.)
modulazióne (θηλ.ουσ) molatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
mòdulo (ουσ αρσ ) molatrìce (θηλ.ουσ)
mòdus vivèndi (ουσ αρσ ) molatùra (θηλ.ουσ)
moféta (θηλ.ουσ) molàzza (θηλ.ουσ)
moffétta (θηλ.ουσ) mólcere (ρ. μτβ.)
mògano (αρσ. επίθ και ουσ) mòle (θηλ.ουσ)
mògio (επίθ.) molècola (θηλ.ουσ)
móglie (θηλ.ουσ) molecolàre (επίθ.)
mogòl (ουσ αρσ ) molènda (θηλ.ουσ)
mohair (ουσ αρσ ) molestaménte (επίρ.)
moicàno (αρσ. επίθ και ουσ) molestaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: