Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

èrgere (ρ. μτβ.) eritroblàsto (ουσ αρσ )
èrgersi (ρ. μ. αμτβ.) eritrocìto (ουσ αρσ )
èrgo (ουσ αρσ ) eritrocitòsi (θηλ.ουσ)
ergògrafo (ουσ αρσ ) eritromicìna (θηλ.ουσ)
ergòmetro (ουσ αρσ ) eritròsi (θηλ.ουσ)
ergonomìa (θηλ.ουσ) èrma (θηλ.ουσ)
ergonòmico (επίθ.) ermafroditìsmo (ουσ αρσ )
ergònomo (ουσ αρσ ) ermafrodìto (αρσ. επίθ και ουσ)
ergosteròlo (ουσ αρσ ) ermellinàto (επίθ.)
ergoterapìa (θηλ.ουσ) ermellìno (ουσ αρσ )
ergotìna (θηλ.ουσ) ermenèuta (ουσ αρσ και θηλ.)
ergotìsmo (ουσ αρσ ) ermenèutica (θηλ.ουσ)
èrica (θηλ.ουσ) ermenèutico (επίθ.)
erigèndo (επίθ.) Èrmes (κύρ.όν. αρσ.)
erìgere (ρ. μτβ.) Ermète (κύρ.όν. αρσ.)
erigersi (ρ.μ. (αντων.)) ermeticaménte (επίρ.)
eriòforo (ουσ αρσ ) ermeticità (θηλ.ουσ)
eriòmetro (ουσ αρσ ) ermètico (αρσ. επίθ και ουσ)
erisìpela (θηλ.ουσ) ermetìsmo (ουσ αρσ )
erisipelatóso (αρσ. επίθ και ουσ) èrmo, érmo (επίθ.)
erìstica (θηλ.ουσ) èrnia (θηλ.ουσ)
erìstico (αρσ. επίθ και ουσ) erniàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
eritèma (ουσ αρσ ) ernióso (αρσ. επίθ και ουσ)
eritematóso (επίθ.) erniotomìa (θηλ.ουσ)
eritremìa (θηλ.ουσ) Eròde (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: