Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόernióso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [erˈnjoso], [erˈnjozo] ασθενής πάσχων από κήλη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |