Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ermètico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [erˈmɛtiko]

ερμητικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ermeticità ermetismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ermeneutico (επίθ.)
Ermes (κύρ.όν. αρσ.)
Ermete (κύρ.όν. αρσ.)
ermeticamente (επίρ.)
ermeticità (θηλ.ουσ)
ermetico (αρσ. επίθ και ουσ)
ermetismo (ουσ αρσ )
ermo (επίθ.)
ernia (θηλ.ουσ)
erniario (αρσ. επίθ και ουσ)
ernioso (αρσ. επίθ και ουσ)
erniotomia (θηλ.ουσ)
Erode (ουσ αρσ )
erodere (ρ. μτβ.)
eroe (ουσ αρσ )
erogabile (επίθ.)
erogare (ρ. μτβ.)
erogazione (θηλ.ουσ)
erogeno (επίθ.)
eroicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---