Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόerogazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [erogatˈtsjone] 1 χορήγηση 2 παράδοση 3 παραγωγή 4 παροχή 5 τροφοδότηση 6 διανομή 7 κατανομή 8 έξοδο 9 μοίρασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |