Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


erogàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [eroˈgare]

1 παραδίδω
2 τροφοδοτώ
3 εφοδιάζω
4 δαπανώ
5 απονέμω
6 ξοδεύω
7 κατανέμω
8 διανέμω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  erogabile erogazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

erniotomia (θηλ.ουσ)
Erode (ουσ αρσ )
erodere (ρ. μτβ.)
eroe (ουσ αρσ )
erogabile (επίθ.)
erogare (ρ. μτβ.)
erogazione (θηλ.ουσ)
erogeno (επίθ.)
eroicamente (επίρ.)
eroicità (θηλ.ουσ)
eroicizzare (ρ. μτβ.)
eroico (επίθ.)
eroicomico (επίθ.)
eroina (θηλ.ουσ)
eroinomane (ουσ αρσ και θηλ.)
eroismo (ουσ αρσ )
erompere (ρ.αμτβ.)
eros (ουσ αρσ )
erosione (θηλ.ουσ)
erosivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---