ItalianoGreco


ermeticità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ermetiʧiˈta]

1 σκοτάδι
2 ιδιότητα του ανεξιχνίαστου
3 αποκρυφισμός
4 ερμητικότητα
5 στεγανότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---