Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ergotìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ergoˈtina]

1 ερυσίβη
2 ερυσιβώδης
3 καπνιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ergoterapia ergotismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ergonomia (θηλ.ουσ)
ergonomico (επίθ.)
ergonomo (ουσ αρσ )
ergosterolo (ουσ αρσ )
ergoterapia (θηλ.ουσ)
ergotina (θηλ.ουσ)
ergotismo (ουσ αρσ )
erica (θηλ.ουσ)
erigendo (επίθ.)
erigere (ρ. μτβ.)
erigersi (ρ.μ. (αντων.))
erioforo (ουσ αρσ )
eriometro (ουσ αρσ )
erisipela (θηλ.ουσ)
erisipelatoso (αρσ. επίθ και ουσ)
eristica (θηλ.ουσ)
eristico (αρσ. επίθ και ουσ)
eritema (ουσ αρσ )
eritematoso (επίθ.)
eritremia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---